- εξώπλασμα
- το биол эктоплазма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξώπλασμα — το το τμήμα τού κυτταροπλάσματος που βρίσκεται προς την περιφέρεια τού κυττάρου και αποτελεί την εξωτερική στιβάδα του … Dictionary of Greek
εξώπλασμα — το, ατος 1. εκτόπλασμα (βλ. λ.). 2. (βιολ.), τμήμα του πρωτοπλάσματος που βρίσκεται προς την περιφέρεια του κυττάρου και αποτελεί έτσι την εξωτερική στιβάδα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
εκτόπλασμα — το 1. (ψυχοφυσ.) το μυστηριώδες πλάσμα που με την υλοποίηση τού ψυχικού ρευστού σχηματίζεται έξω από το σώμα τού μεταψυχικού* ατόμου (μέντιουμ) και μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές τής ανόργανης και οργανικής ζωής, κατά την αποκρυφιστική… … Dictionary of Greek
ενδόπλασμα — Το εσωτερικό στρώμα του κυτταροπλάσματος που βρίσκεται κοντά στον πυρήνα στα κύτταρα των ζώων και των φυτών και είναι περισσότερο έκδηλο στα πρωτόζωα και σε ορισμένα κύτταρα των ιστών (π.χ. ινοβλάστες). Το ε. ονομάζεται και μορφόπλασμα γιατί… … Dictionary of Greek
εξωσάρκιο — το εξώπλασμα … Dictionary of Greek
ηλιόζωα — (heliozoa). Ριζόποδα ή σαρκόζωα πρωτόζωα με ακτινωτή συμμετρία, σφαιρική ή ωοειδή, που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά. Το κυτταρόπλασμά τους διακρίνεται σε ενδόπλασμα και εξώπλασμα. Τo πρώτο έχει έναν ή περισσότερους πυρήνες και το δεύτερο πολλά… … Dictionary of Greek
τριχοκύστη — η, Ν ζωολ. ωοειδές ή ατρακτοειδές κυτταρικό εξώπλασμα ορισμένων βλεφαριδοφόρων και μαστιγοφόρων πρωτοζώων, αποτελούμενο από μία κοιλότητα και επιμήκη λεπτά δηλητηριώδη νημάτια τα οποία μπορούν να εκτοξευθούν ως απόκριση σε ορισμένα ερεθίσματα.… … Dictionary of Greek
εκτόπλασμα — το, ατος 1. (ζωολ.). το εξωτερικό στρώμα του σώματος των μονοκύτταρων οργανισμών, το εξώπλασμα. 2. ουσία που σχηματίζεται έξω από το σώμα του μέντιουμ και που μπορεί να παίρνει διάφορες ορατές μορφές (πρόσωπα πεθαμένων κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωπλασματικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο εξώπλασμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλόπλασμα — το, ατος περιφερική στιβάδα του κυτταροπλάσματος που έχει υαλοειδή σύσταση, το εξώπλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)